πτέρομαι

πτέρομαι
πτέρομαι,= πταίρω (q.v.), Gloss., v.l. in Hippiatr.38.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πτέρομαι — ΜΑ βλ. πτάρνυμαι …   Dictionary of Greek

  • πτάρνυμαι — και πταίρνω και πτείρω και πτέρομαι ΜΑ, και πτέρνομαι Α μσν. μτφ. (για λύχνο) εκβάλλω, τινάζω σπίθες βίαια ή εκρηκτικά αρχ. φτερνίζομαι («Τηλέμαχος δὲ μέγ ἔπταρεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πτάρ νυ μαι με συνεσταλμένο ριζικό φωνηεντισμό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”